γομαράγκαθο

γομαράγκαθο
το
το γαϊδουράγκαθο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γομαράγκαθο — το κοινή ονομασία διαφόρων αγκαθωτών φυτών …   Dictionary of Greek

  • άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά …   Dictionary of Greek

  • κίρσιο — (Cirsium). Γένος διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των συνθέτων, το οποίο περιλαμβάνει περίπου 200 είδη των εύκρατων χωρών του βορείου ημισφαιρίου. Τα φυτά αυτά είναι ζιζάνια, τα περισσότερα με αγκαθωτά ή λοβωτά φύλλα. Τα άνθη τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”